- χαρτοφύλακα
- χαρτοφύλαξmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SCEUOPHYLAX — Graece Σκευοφύλαξ, h. e. Vasorum Custos ut Guilielmus Biblioth. reddit in Hadriano Ii. dignitas fuit in Ecclesia Graecanica, textium locum in Clericali primo ordine obtinens et curam habuit sacrae supellectilis, ac, Sede vacante, Oeconomi… … Hofmann J. Lexicon universale
Γεώργιος ο Κρης — (; – Κυδωνία 1816). Μουσικός και υμνογράφος. Γεννήθηκε στην Κρήτη, απ’ όπου αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη και έγινε μαθητής των μεγάλων μουσικοδιδασκάλων Μελετίου του Σιναΐτη και Ιακώβου του Πρωτοψάλτη. Δίδαξε την εκκλησιαστική μουσική στην… … Dictionary of Greek
Λιβαδηνός, Ανδρέας — (14ος αι.). Βυζαντινός λόγιος. Άκμασε στην Τραπεζούντα, πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών, παραμένοντας εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα: από τα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου του Μεγάλου Κομνηνού (1332 40) μέχρι την αυτοκρατορική περίοδο του… … Dictionary of Greek
Χουρμούζιος — Επώνυμο 2 λογίων. 1. Βυζάντιος. Έζησε στις αρχές του 17ου αι. Σπούδασε φιλολογία στην Πάντοβα της Ιταλίας και δίδαξε στην Κωνσταντινούπολη. Λέγεται ότι πέθανε πολύ νέος. Διασώθηκαν μερικοί στίχοι του που απευθύνονται προς κάποιον Αθανάσιο,… … Dictionary of Greek
χαρτοφύλακας — ο 1. δερμάτινη θήκη για φύλαξη και μεταφορά βιβλίων, εγγράφων κ.ά., τσάντα: Έχασε το χαρτοφύλακά του στην τράπεζα. 2. εκκλησιαστικό αξίωμα του γενικού γραμματέα Επισκοπής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)